- αλευρόμετρο
- τοόργανο με το οποίο ελέγχεται η αρτοποιητική ικανότητα του αλευριού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλευρόμετρο — το (Τεχνολ. Χημ.) όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τής γλουτένης, η οποία περιέχεται στη ζύμη τού αλεύρου, για τον καθορισμό τών αρτοποιητικών ιδιοτήτων του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἄλευρoν + μέτρο(ν), πρβλ. αγγλ. aleurometer] … Dictionary of Greek
αλεύρι — Με τον όρο α. εννοούμε συνήθως το προϊόν που προκύπτει από το άλεσμα των σπόρων του σταριού (τρίτικονσίτος ο κοινός). Στην πραγματικότητα όμως, εκτός από το σιτάρι, όλοι οι καρποί των αγρωστωδών αποτελούν μετά την άλεσή τους αλεύρι (π.χ.… … Dictionary of Greek
γλοιόμετρο — το το αλευρόμετρο* … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek